ябедничать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ябедничать - translation to πορτογαλικά


ябедничать      
delatar , (доносить) denunciar ; (клеветать) caluniar ; школ. ser queixinhas
chicanar      
сутяжничать, заниматься крючкотворством, строить каверзы, ябедничать
кляузничать      
chicanar (сутяжничать) ; (ябедничать) dizer mal ; (доносить) denunciar

Ορισμός

ябедничать
'ЯБЕДНИЧАТЬ, ябедничаю, ябедничаешь, ·несовер., на кого-что и ·без·доп. Заниматься ябедами, доносить, наушничать. "Старик был назойливо благочестив, неугасимо зол и ябедничал." М.Горький.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ябедничать
1. В Тюменской области гражданам предлагают ябедничать на лихачей на дорогах.
2. В нашей семье не принято жаловаться, да я и не умею ябедничать, приходилось отстаивать правоту кулаками.
3. МЕСТНЫЕ НАЧАЛЬНИКИ ПЫТАЛИСЬ ВОСТРЕБОВАТЬ ВКУПЕ 2 МИЛЛИОНА РУБЛЕЙ С ГРУППЫ ЖИТЕЛЕЙ, ПОСМЕВШИХ "ЯБЕДНИЧАТЬ" ОБЛАСТНЫМ ВЛАСТЯМ.
4. Они сочли закон чисто популистским, ведь сами владельцы общепитов не станут ябедничать на своих клиентов.
5. Реветь, ябедничать и посмеиваться над любыми призывами, обращенными к совести и чести.